- επισπασμός
- ἐπισπασμός, o (Α) [επισπώ]1. εισπνοή2. (για φίδι) σύρσιμο3. νύξη, υπαινιγμός4. αποκόλληση τού εμβρύου5. απορρόφηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισπασμός — rapid respiration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπασμοῖς — ἐπισπασμός rapid respiration masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπασμοῦ — ἐπισπασμός rapid respiration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπασμούς — ἐπισπασμός rapid respiration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπασμῷ — ἐπισπασμός rapid respiration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπασμόν — ἐπισπασμός rapid respiration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)